- ἑρκείου
- ἕρκειοςmasc/fem/neut gen sgἑρκεί̱ου , ἑρκεῖοςofmasc/neut gen sgἑρκεί̱ου , ἑρκεῖοςofmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερκείος — ἑρκεῑος, ον και ἑρκεῑος, α ον (Α) [έρκος] 1. αυτός που ανήκει στο έρκος, στο προαύλιο («ἑρκεῑαι πύλαι, θύραι» οι πύλες, οι θύρες τής αυλής, Αισχύλ.) 2. αυτός που ανήκει στην οικία (α. «πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης» στον στύλο τής στέγης τού σπιτιού … Dictionary of Greek
Priamvs — PRIĂMVS, i, Gr. Πρίαμος, ου, (⇒ Tab. XXXI.) 1 §. Namen. Er hieß anfänglich mit seinem eigentlichen Namen Podarces. Allein, als hernachmals Herkules ihn bey Eroberung der Stadt Troja auch mit gefangen bekam, seiner Schwester, Hesione, aber frey… … Gründliches mythologisches Lexikon
NOVEMVIRI — apud Athenienses fuêre inter praecipuos eorum Magistratus, qui annuô Imperiô defungebantur sic: ut unusillorum Archon diceretur Fastosque signaret, alter Rex, tertius Polemarchus, reliqui sex Thesmothetae, teste Polluce l. 8. c. 9. Quos… … Hofmann J. Lexicon universale
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… … Dictionary of Greek
ομαίμων — ὁμαίμων, ον (Α) 1. ο όμαιμος 2. (το συγκριτ.) ὁμαιμονέστερος, έρα, ερον ο πλησιέστερος εξ αίματος συγγενής («ἀλλ* εἴτ ἀδελφῆς, εἰθ ὁμαιμονεστέρα τοῡ παντὸς ἡμῑν Ζηνὸς ἑρκείου κυρεῑ», Σοφ.) 3. ο όμοιος με συγγενή, συγγενικός («ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾱν … Dictionary of Greek